παληκαριά

παληκαριά
η
βλ. παλληκαριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλληκάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραφταναίων. * * * και παληκάρι και παλικάρι, το (Μ παλληκάριον και παλλικάριον) γενναίος, τολμηρός, υπερήφανος και μαχητικός άνδρας,… …   Dictionary of Greek

  • ανδραγαθία — η (AM ἀνδραγαθία) γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός νεοελλ. μσν. ανδραγάθημα, κατόρθωμα αρχ. γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα …   Dictionary of Greek

  • κουροτρόφος — Προσωνυμία αρχαίων ελληνικών θεοτήτων που προστάτευαν τους νέους. Ο Απόλλων, ο Ερμής, ο Ηρακλής μετά τη θεοποίησή του, η Αφροδίτη, η Άρτεμη κ.ά. ονομάζονταν Κ. Την ίδια ονομασία έφερε επίσης και μια θεά της Αθήνας, προστάτιδα των παιδιών. * * *… …   Dictionary of Greek

  • κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… …   Dictionary of Greek

  • παλληκαριά — και παληκαριά και παλικαριά, η [παλληκάρι] 1. η ιδιότητα τού παληκαριού, γενναιότητα, ανδρεία 2. γενναία πράξη, ανδραγάθημα, κατόρθωμα 3. στον πληθ. οι παληκαριές πράξεις που έχουν σκοπό την επίδειξη ανδρείας, παληκαρισμοί …   Dictionary of Greek

  • παλληκαροσύνη — και παληκαροσύνη και παλικαροσύνη, η [παλληκάρι] παληκάρια …   Dictionary of Greek

  • πλατάνι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άργους, του νομού Αργολίδας. 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Πάτρας, του νομού Αχαΐας. * * * το, Ν ο πλάτανος («κάτω στα δασιά… …   Dictionary of Greek

  • ρηγλίζω — Ν [ρήγλα] 1. ισιώνω με τη ρήγλα την επιφάνεια των μέτρων χωρητικότητας τών σιτηρών 2. (κατ επέκτ.) γεμίζω ένα δοχείο μέχρι τα χείλη («να ρηγλίσω τρία πιθάρια, να μεθούν τα παληκάρια», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • ροβολώ — άω, Ν 1. κατεβαίνω γοργά από ύψωμα (α. «βλαχούλα ν εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα», δημ. τραγούδι β. «και ροβολούν κατάραχα τ αρνιά γκρεμούς και πλάγια», Γρυπάρ.) 2. εφορμώ ακάθεκτος εναντίον αντιπάλου που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τη δική μου …   Dictionary of Greek

  • σκαρί — το, Ν 1. ναυτ. α) σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται το πλοίο που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται, εσχάρα ναυπηγείου β) σκελετός ναυπηγούμενου πλοίου («η Νοτιά... δεν ήτο ικανή να τού αρπάσῃ το σκαρί του..., Παπαδ.) 2. μτφ. α) σωματική διάπλαση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”